- εκτοκίζω
- μετ. давить взаймы под проценты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐκτοκίζω — lend at interest pres subj act 1st sg ἐκτοκίζω lend at interest pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτοκίζω — ἐκτοκίζω (Α) 1. δανείζω με τόκο, τοκίζω 2. απαιτώ τόκο 3. προκαλώ τοκετό … Dictionary of Greek
ἐκτοκιεῖς — ἐκτοκίζω lend at interest fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτοκιῶ — ἐκτοκίζω lend at interest fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτοκίζειν — ἐκτοκίζω lend at interest pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτοκίζοντος — ἐκτοκίζω lend at interest pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκτοκίζω — Α βοηθώ κατά τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκτοκίζω «προκαλώ τοκετό»] … Dictionary of Greek
ՓՈԽ — (ոյ, ոց, կամ ի, ից.) NBH 2 0945 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 11c, 12c գ. δάνειον, δάνος, δανεισμός mutuum, mutuatio, foenus, foeneratio χρῆσις, χρέος usus, debitum, commodatum, commodatio. Ինչ մի առեալ՝ անդրէն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)